- τρόνα
- τρόνα· ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα, Hsch. (Cf.A
θρόνον 1
.) [full] τρόνοι· στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρόνον 1
.) [full] τρόνοι· στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρόνα — (I) η, Ν (ορυκτ.) ένυδρο δισανθρακικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και απαντά σποραδικά ως αλατούχα λιμναία απόθεση ή ως προϊόν εξάτμισης, καθώς και με τη μορφή εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη. (II) τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
τρόνοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόνα, τα, με αλλαγή γένους, κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek